«Η Ψηφιακή Κάρτα Εργασίας θα μας επιτρέψει να μειώσουμε περαιτέρω τις ασφαλιστικές εισφορές. Το ερώτημα λοιπόν είναι: Προτιμούμε να μην έχουμε Ψηφιακή Κάρτα Εργασίας και να έχουμε υψηλές ασφαλιστικές εισφορές; Ή να έχουμε Ψηφιακή Κάρτα Εργασίας και χαμηλότερες ασφαλιστικές εισφορές; Εγώ προτιμώ το δεύτερο». Αυτό υπογράμμισε ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων κ. Κωστής Χατζηδάκης κατά την τοποθέτησή του στη χθεσινή συνεδρίαση του Γενικού Συμβουλίου του ΣΕΒ.
Ο κ. Χατζηδάκης επισήμανε ακόμα τα πλεονεκτήματα της Ψηφιακής Κάρτας Εργασίας, η οποία «είναι ένα αντικειμενικό σύστημα που καταπολεμά τον αθέμιτο ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων και εξασφαλίζει τον περιορισμό των αδικιών στους ελέγχους». Παράλληλα, τόνισε τη συμβολή της Ψηφιακής Κάρτας Εργασίας στην καταπολέμηση της υποδηλωμένης εργασίας, που «είναι ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα και πρόσφατα, φετινά στοιχεία, του ΕΦΚΑ που κάνει ελέγχους μέσω των ΠΕΚΑ. Σε ελέγχους που αφορούν 38.000 εργαζόμενους, βρέθηκαν 8.000 περιπτώσεις εκτός ωραρίου». Επιπλέον, περιέγραψε τα επόμενα βήματα για την επέκτασή της και σε άλλους κλάδους, μετά την ολοκλήρωση της ψηφιακής απογραφής των επιχειρήσεων και των εργαζομένων στις 20 Δεκεμβρίου. «Η Ψηφιακή Κάρτα Εργασίας εφαρμόζεται ήδη με επιτυχία σε τράπεζες και σούπερ-μάρκετ. Προχωρούμε λοιπόν στη δεύτερη φάση, δηλαδή στην εφαρμογή της στις ασφαλιστικές εταιρίες και στις εταιρίες σεκιούριτι. Και στη συνέχεια έρχονται οι ΔΕΚΟ και η βιομηχανία», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Επιπλέον, ο κ. Χατζηδάκης ξεκαθάρισε ότι «θα προχωρήσουμε με τον ίδιο τρόπο, όπως μέχρι τώρα: Με εκτεταμένο διάλογο και λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες του κάθε κλάδου. Αυτό κάναμε και με τις τράπεζες και τα σούπερ-μάρκετ. Πραγματοποιήσαμε διάλογο για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα. Και φυσικά δεν εφαρμόζεται με τον ίδιο τρόπο και στους δύο κλάδους». Ενώ εξέφρασε την πεποίθησή του ότι «θα καταλήξουμε στις λεπτομέρειες του συστήματος, έτσι ώστε να καταγράφεται δίκαια το ωράριο των εργαζομένων, χωρίς να δημιουργείται πρόσθετο γραφειοκρατικό βάρος για τις επιχειρήσεις».